- ἐπίπας
- ἐπί-πας, ασα, αν, insgesamt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επίπας — ἐπίπας, ασα, αν (Α) [πας] όλος, ολόκληρος, σύμπας … Dictionary of Greek
επίπαν — ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM) επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
σύμπας — ασα, αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, ασα, αν, Α 1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.) 2. συνολικός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το… … Dictionary of Greek